- μεταχρωματίζω
- (Μ μεταχρωματίζω)χρωματίζω κάτι με διαφορετικό χρώμα από εκείνο που είχε πριν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταχρωμάτιση — η [μεταχρωματίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταχρωματίζω, μεταχρωματισμός, αλλαγή χρώματος … Dictionary of Greek
μεταχρωματισμός — ο 1. το να παίρνει ή να δίνεται σε κάποιον ή σε κάτι διαφορετικό χρώμα από εκείνο που αρχικά είχε, μεταχρωμάτιση 2. βιολ. το σύνολο τών αλλαγών τού χρώματος στο καλυπτήριο σύστημα ενός ζώου υπό την επίδραση τής ηλικίας ή ορισμένων ασθενειών, ως… … Dictionary of Greek